- κρανιομετρία
- ηανθρωπολ. σύστημα ταξινόμησης τών ανθρώπινων τύπων βάσει τών μετρήσεων τού κρανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. γαλλ. craniometrie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -metrie (< μσν. γαλλ. -metrie < λατ. -metria < -μετρία < -μέτρης < μετρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.